- ἀποστολικοῦ
- ἀποστολικόςsung on departuremasc/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ειρηναίος — I (1ος αι. μ.Χ.). Αλεξανδρινός γραμματικός, γνωστός και με το λατινικό όνομα Minucius Pacatus. Μαθήτευσε κοντά στον Ηλιόδωρο τον μετρικό και, όπως προκύπτει από το λατινικό όνομά του, είναι πιθανό ότι δίδαξε για ένα διάστημα και στη Ρώμη. Έγραψε… … Dictionary of Greek
φύλακας — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 30 μ.), στην πρώην επαρχία Κομοτηνής, του νομού Ροδόπης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Θρυλορίου. * * * ο / φύλαξ ακος, ΝΜΑ αυτός που φυλάγει, που φρουρεί κάτι, που έχει τοποθετηθεί για να προστατεύει κάτι (α. «οι δύο… … Dictionary of Greek
Μόδεστος — I (7ος αι. μ.Χ.). Πατριάρχης Ιεροσολύμων (632 634). Άρχισε την ιερατική σταδιοδρομία του ως ηγούμενος στη μονή του Αββά Θεοδοσίου. Στις ημέρες του οι Πέρσες κυρίευσαν την Παλαιστίνη (619), κατέστρεψαν τα Ιεροσόλυμα και αιχμαλώτισαν τον πατριάρχη… … Dictionary of Greek
Πράξεις των Αποστόλων — Βιβλίο της Καινής Διαθήκης, που αποτελεί συνέχεια των Ευαγγελίων και αφηγείται τη δράση των Αποστόλων, ιδιαίτερα του Πέτρου και του Παύλου, μετά την ανάληψη του Ιησού. Θέμα του έργου, που έχει μεγάλη σπουδαιότητα από ιστορική και δογματική πλευρά … Dictionary of Greek
ДОСИФЕЙ II НОТАРА — [греч. Ϫοσίθεος Νοταρᾶς] (31.05.1641, сел. Арахова (совр. Эксохи, ном Ахея, Греция) 7.02.1707, К поль), патриарх Иерусалимский (1669 1707). Жизнь Род. в семье торговца Николая Скарпета, утверждавшего свое происхождение от к польской фамилии… … Православная энциклопедия